- νεοσσοτροφεῖον
- νεοσσο-τροφεῖον, [dialect] Att. [pref] νεοττ-, τό,A chicken-coop, Colum.8.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεοσσοτροφείον — νεοσσοτροφεῑον και αττ. τ. νεοττοτροφεῑον, τὸ (Α) τόπος όπου εκτρέφονται νεοσσοί … Dictionary of Greek
νεοττοτροφείον — νεοττοτροφεΐον, τὸ (Α) (αττ.τ.) βλ. νεοσσοτροφείον … Dictionary of Greek